- παρακελευστος
- παρακελευστόςπαρα-κελευστός3привлеченный на свою сторону, являющийся сторонником
οἱ παρακελευστοὴ τῷ αὐτῷ ἀνδρί Thuc. — приверженцы этого человека
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἱ παρακελευστοὴ τῷ αὐτῷ ἀνδρί Thuc. — приверженцы этого человека
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακελευστός — summoned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστός — ή, όν, Α [παρακελεύομαι] (για ακροατήριο) αυτός που συγκροτήθηκε μετά από προτροπή ή παράκληση για να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει κάτι, ο φατριαστικά εκλεγμένος, ο εγκάθετος … Dictionary of Greek
παρακελευστοῖς — παρακελευστός summoned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστούς — παρακελευστός summoned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)